κατακερματισμός

κατακερματισμός
ο (AM κατακερματισμός) [κατακερματίζω]
διαίρεση σε μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακομμάτιασμα
νεοελλ.
1. κατασυντριβή, θρυμματισμός, θρυμμάτισμα
2. φρ. «νομισματικός κατακερματισμός» — η αλλαγή τών χρημάτων σε μικρά νομίσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακερματισμός — dividing into small parts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακερματισμοί — κατακερματισμός dividing into small parts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακερματισμῷ — κατακερματισμός dividing into small parts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακερματισμόν — κατακερματισμός dividing into small parts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • θρυμματισμός — ο η μεταβολή σε θρύμματα, ο κατακερματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρυμματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κατάτμηση — η 1. διαίρεση σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα 2. διαχωρισμός, κατανομή 3. γεωλ. το φαινόμενο τού διαχωρισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων σε κομμάτια με σχεδόν κανονικό σχήμα υπό την επίδραση εξωτερικών …   Dictionary of Greek

  • κατακομμάτιασμα — το [κατακομματιάζω] 1. ο κατακερματισμός, το πετσόκομμα 2. ο θρυμματισμός, ο τεμαχισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”